- βαρουλκός
- βᾰρουλκός (sc. μηχανή), ἡ,A lifting-screw, invented by Archimedes, Papp.1060, al., prob. in Vitr.10.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρουλκός — βαρουλκός, η (Α) (ενν. μηχανή) το βαρούλκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάρος + ουλκός < ολκή ή ολκός < έλκω] … Dictionary of Greek
βαρουλκοῦ — βαρουλκός lifting screw masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρουλκῷ — βαρουλκός lifting screw masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… … Dictionary of Greek